- καθεκτός
- καθεκτόςto be held backmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… … Dictionary of Greek
καθεκτόν — καθεκτός to be held back masc acc sg καθεκτός to be held back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτοῖς — καθεκτός to be held back masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτοί — καθεκτός to be held back masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτούς — καθεκτός to be held back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτῆς — καθεκτός to be held back fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτή — καθεκτός to be held back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτήν — καθεκτός to be held back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτῶς — καθεκτός to be held back adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτῷ — καθεκτός to be held back masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)